πυρογενής

πυρογενής
πῠρογενής, ές, ([etym.] πῦρ)
A fire-born, of Dionysus, Aus.Epigr.49.3.
------------------------------------
πῡρογενής, ές, ([etym.] πυρός)
A made from wheat, AP9.368 (Jul.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυρογενής — πῡρογενής , πυρογενής fire born masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρογενής — (I) ές, ΝΑ βλ. πυριγενής. (II) ές, Α παρασκευασμένος από σιτάρι, σταρένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσο γενής, πετρο γενής] …   Dictionary of Greek

  • πυρογενῆ — πῡρογενῆ , πυρογενής fire born neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πῡρογενῆ , πυρογενής fire born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πῡρογενῆ , πυρογενής fire born masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτογενής — αὐτογενής, ές (AM) αυτός που δεν οφείλει τη γένεσή του ή την κατασκευή του σε άλλον αρχ. 1. συγγενής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐτογενές ο νάρκισσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + γενής < γένος < γίγνομαι (πρβλ. αυθιγενής, πυρογενής, υστερογενής… …   Dictionary of Greek

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • πυριγενής — και πυρογενής, ές, ΝΑ (για εργαλεία, όργανα) αυτός που σφυρηλατήθηκε ή κατεργάστηκε με τη χρήση φωτιάς νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται, παράγεται ή σχηματίζεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία 2. φρ. «πυριγενή πετρώματα» (πετρογρ.) παλαιότερη ονομασία τών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”